αλλόθρησκος

αλλόθρησκος
η , ο [ος , ον ] 1. исповедующий другую веру;
2. (ο ) иноверец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλλόθρησκος" в других словарях:

  • αλλόθρησκος — η, ο αυτός που ανήκει σε άλλη θρησκεία ή θρησκευτικό δόγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + θρήσκος] …   Dictionary of Greek

  • αλλόθρησκος — η, ο αυτός που ανήκει σε διαφορετική θρησκεία από κάποιον άλλο: Αλλόθρησκοι στη χώρα μας είναι οι μουσουλμάνοι και οι ισραηλίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπιστος — (apistos). Γένος περκομόρφων ψαριών της οικογένειας των περκιδών. Ζουν στις τροπικές θάλασσες και ιδιαίτερα στον Ινδικό ωκεανό. Έχουν μήκος 30 50 εκ. και στηθαία πτερύγια πολύ ισχυρά. Είναι γνωστά 15 είδη. * * * η, ο (AM ἄπιστος, ον) 1. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • αγαρηνός — ή, ό (Μ ἀγαρηνός, ή, όν) προσωνυμία τών μωαμεθανών·|| νεοελλ. μτφ. 1. κακούργος, αδυσώπητος, αλλόθρησκος 2. (το ουδ. ως επίθ.) μουσουλμανικός, τουρκικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. Ἄγαρ, η παλλακίδα τού Αβραάμ, τής οποίας ο γιος Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης …   Dictionary of Greek

  • αλαμάνος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Ναυτικός από την Άνδρο. Υπηρέτησε στα πλοία του καπετάν Ανδρουλή, του Καρακωνσταντή και του Ιωάννη Μακρή. Πήρε μέρος στην επίθεση κατά της τουρκικής ναυαρχίδας, που ανατίναξε ο Κανάρης στη Χίο. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • αλλο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής αρχαίας όσο και της νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα. Ετυμολογικά συνδέεται με τη λ. άλλος. Το αλλο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως τη σημασία τού «διαφορετικός, αλλιώτικος,… …   Dictionary of Greek

  • αλλοσεβής — ἀλλοσεβής, ές (Μ) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀλλο * + σεβὴς < σέβας] …   Dictionary of Greek

  • αλλόδοξος — η, ο (Α ἀλλόδοξος, ον) νεοελλ. 1. οπαδός άλλης θρησκείας, αλλόθρησκος 2. οπαδός άλλου θρησκευτικού δόγματος, ετερόδοξος αρχ. 1. αυτός που έχει διαφορετική ή σφαλερή αντίληψη για κάτι 2. οπαδός άλλης σχολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + δοξος < δόξα …   Dictionary of Greek

  • αλλόπιστος — η, ο (Μ ἀλλόπιστος, ον) αυτός που έχει άλλη πίστη, που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα, ο αλλόθρησκος νεοελλ. αυτός που πράττει αντίθετα στην πίστη του, ο ασυνείδητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + πιστός. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστώ] …   Dictionary of Greek

  • αντίθρησκος — η, ο 1. αλλόθρησκος 2. αντιθρησκευτικός 3. αθεόφοβος, αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θρήσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στο περιοδικό σύγγραμμα Αθηνά] …   Dictionary of Greek

  • ετερόθρησκος — η, ο (Μ ἑτερόθρησκος) ο αλλόθρησκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θρήσκος, πρβλ. ά θρησκος, αλλό θρησκος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»